- λογίς
- λογ-ίς, ίδος, ἡ, fem. derivative ofA
λόγος, λογίδες σεμναί Anon.
ap. An.Ox.1.225.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγος, λογίδες σεμναί Anon.
ap. An.Ox.1.225.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίδες — λογίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογής — και λοής και, δ. τ., λογίς, λογιών (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν) είδος («τί λογής άνθρωπος είναι ο νέος συνάδελφος;») νεοελλ. 1. φρ. α) «λογής λογής» ή «λογιών λογιών» κάθε είδους, διαφόρων ειδών θ) «μιας λογής» με τον ίδιο τρόπο μσν. 1. εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
ԲԱՆ — I. (ի, ից.) NBH 1 431 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. λόγος, ῤῆμα verbo, oratio, sermo Խօսք. ասացուած. զրոյց կարգաւոր. շարք բառից բերանով բարբառեալ յայտնիչ իմաստից մտաց, կամ ʼի գիր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)